- οιοπέδιλος
- οἰοπέδιλος, -ον (Α)αυτός που φορά ένα πέδιλο μόνον, μονοσάνδαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + πέδιλον (πρβλ. μονο-πέδιλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰοπέδιλον — οἰοπέδιλος with but one sandal masc/fem acc sg οἰοπέδιλος with but one sandal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)